Ήταν κάποτε ένας πολύ μοντέρνος άνθρωπος. Ήταν πονόψυχος, έντιμος και, γενικά, καλός άνθρωπος. Ήταν κουβαρντάς με την οικογένειά του, σωστός στις συναλλαγές του με τους άλλους ανθρώπους.
Αλλά δεν πίστευε «σ’αυτά τα πράγματα» που μιλάνε για την Σάρκωση, όπως λέει η Εκκλησία μας τα Χριστούγεννα. Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τα καταλάβει και ήταν πολύ έντιμος για να υποκρίνεται το αντίθετο.
Απλούστατα δεν μπορούσε
να κατανοήσει την ιστορία του Ιησού:
του Θεού που κατεβαίνει στη γη ως άνθρωπος.
-Λυπάμαι που θα σε στενοχωρήσω, είπε στη γυναίκα του, αλλά δεν θα έλθω στην εκκλησία μαζί σας τα Χριστούγεννα.
Προτιμούσε να μείνει σπίτι, αλλά θα περίμενε να γυρίσουν αυτή με τα παιδιά τους.
Αυτός έμεινε. Κι εκείνοι πήγαν. Μόλις το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε, άρχισε να χιονίζει.
Πήγε ο άνθρωπός μας κοντά στο παράθυρο και παρατηρούσε τις χιονονιφάδες που όλο γίνονταν πιο χοντρές και πιο πυκνές. Έπειτα γύρισε στην καρέκλα του στο τζάκι και άρχισε να διαβάζει την εφημερίδα.
Λίγα λεπτά αργότερα ξαφνιάστηκε από έναν θόρυβο. Στην αρχή νόμισε ότι κάποιος έριχνε χιονόμπαλες στο παράθυρο του σαλονιού. Όταν , όμως, πήγε στην εξώπορτα να δει, βρήκε ένα κοπάδι πουλιά να ανακατεύονται απελπισμένα στο χιόνι. Τα είχε χτυπήσει η χιονοθύελλα και στην απελπισία τους έπεσαν στο μεγάλο κρύσταλλο του σαλονιού.
Φυσικά, δεν μπορούσε να αφήσει τα δυστυχισμένα πλάσματα εκεί να παγώσουν. Θυμήθηκε τον στάβλο, που τα παιδιά του έβαζαν το άλογό τους. Αυτός θα ήταν ένα ζεστό καταφύγιο, αν μπορούσε να διώξει τα πουλιά προς τα κει.
Γρήγορα –γρήγορα φόρεσε τις μπότες του και περπάτησε προς τον στάβλο. Άνοιξε τις πόρτες ορθάνοιχτα και άναψε το φως. Αλλά τα πουλιά δεν έρχονταν…
Σκέφτηκε, τότε, πως ίσως η τροφή θα τα τραβούσε προς τα κει και γύρισε βιαστικά πίσω στο σπίτι, έφερε ψίχουλα και τα σκόρπισε πάνω στο χιόνι, φτιάχνοντας έτσι ένα μονοπάτι από ψίχουλα ως την κίτρινη ορθάνοιχτη πόρτα του στάβλου.
Αλλά, για μεγάλη του απογοήτευση, τα πουλιά αγνόησαν τα ψίχουλα και συνέχισαν να πετούν τριγύρω στο χιόνι απελπισμένα, χτυπώντας τα φτερά τους. Προσπάθησε να τα κατευθύνει προς τον στάβλο περπατώντας τριγύρω τους και κουνώντας τα χέρια του. Αντίθετα, όμως, σκορπίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, εκτός από τον ζεστό φωτισμένο στάβλο.
Τότε, κατάλαβε ότι τον φοβούνταν. «Για αυτά», σκέφτηκε, «είμαι ένα ξένο και φοβερό πλάσμα. Αν μπορούσα μονάχα να σκεφτώ έναν τρόπο να τους πω πως μπορούν να με εμπιστευτούν, πως δεν προσπαθώ να τα βλάψω, αλλά να τα βοηθήσω…»
Πώς όμως; Ότι κίνησε κι αν έκανε τα φόβιζε και τα τρόμαζε. Με κανένα τρόπο δεν τον ακολουθούσαν. Ούτε να τα κατευθύνει, ούτε να τα προσελκύσει μπορούσε.
«Μόνο αν μπορούσα να γίνω πουλί και να ανακατευτώ ανάμεσά τους, να μιλήσω την γλώσσα τους και να τους πω να μην φοβούνται και να τους δείξω τον δρόμο για τον ασφαλή ζεστό στάβλο. Αλλά για να κάνω αυτά, πρέπει να γίνω ένα με αυτά… να μπορέσουν να δουν… και να ακούσουν και να καταλάβουν…».
Εκείνη την στιγμή, η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να χτυπάει. Ο ήχος έφτασε στα αυτιά του και σκέπασε το σφύριγμα του ανέμου. Στάθηκε για μια στιγμή ακούγοντας τις καμπάνες. Τις καμπάνες που έφερναν το χαρμόσυνο μήνυμα των Χριστουγέννων.<
/i>
Και τα γόνατά του βυθίστηκαν στο χιόνι…
έτσι, σε στάση προσευχής…
Σαν μια αναλαμπή που πέρασε
σαν αστραπή από το μυαλό του κατάλαβε…
«Για αυτό ο Χριστός έπρεπε να έρθει…
Το χαρούμενο μήνυμα των Χριστουγέννων
ήταν μια πραγματικότητα.