Την ανάρτηση της τελευταίας μέρας του 2021 θα ήθελα να την αφιερώσω στη συνάδελφο και σύγχρονη ποιήτρια Γαλάτεια Βέρρα, η οποία μέσα από την έβδομη ποιητική συλλογή της «Στις συνοικίες του απείρου» πραγματεύεται διαχρονικές ηθικές αξίες και αλήθειες που αφορούν το κοινωνικό γίγνεσθαι χρησιμοποιώντας τον υπέροχο και πρωτότυπο ποιητικό λόγο της.
Η Γαλάτεια έχει την δεξιοτεχνία και το ταλέντο μέσα από το μεστό και λιτό λόγο της να παρουσιάζει τον συναισθηματικό κόσμο της και τις σκέψεις της αναδεικνύοντας τα κακώς κείμενα του σύγχρονου κόσμου, αλλά και όπου κρίνει απαραίτητο υμνεί τα καλώς κείμενα δίνοντας την ελπίδα και την αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον.
Στη συνέχεια, σας παραθέτω τη συνέντευξη που παρέθεσε η κα. Γαλάτεια Βέρρα στη Μary και στο BEAUTY DAYS BLOG.
1) Σύστησέ μας με λίγα λόγια, την ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΒΕΡΡΑ. Η Γαλάτεια γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα σε κλίμα απλότητας και αγάπης. Ασχολήθηκε με την μουσική τέχνη στα πρώτα χρόνια του βίου. Παιδί ευαίσθητο με μια φυσική περιέργεια για το κάθε τι. Διαρκώς ρωτούσε για τα πάντα. Από μικρή την μαγνήτιζαν οι λέξεις.
2)Το βιβλίο σας «ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ» είναι μια ποιητική συλλογή. Μιλήστε μας για το βιβλίο σας και πείτε μας πως προέκυψε ο τίτλος του; Το βιβλίο «Στις συνοικίες του απείρου» είναι μία βαθύτατη τομή εντός μου αφού ως κάτοικος του απείρου περιδιαβαίνω τα δαιδαλώδη κομμάτια του εσώτερου εαυτού. Άλλωστε στην υπερβατική διάσταση του τίτλου χωρά όλη η ανθρωπότητα που στρέφει το βλέμμα προς τα άνω.
3) Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες που θα το διαβάσουν; Επιθυμώ οι αναγνώστες να ταξιδέψουν μαζί του σε σοκάκια μυστικά. Να λυτρωθούν από καημούς. Να παρηγορηθούν. Να πάρουν μια βαθιά ανάσα από τον πολυκύμαντο βίο. 4)Τι σημαίνει για σας ποίηση; Ποίηση σημαίνει ζωή. Σημαίνει ανάγκη καθορισμού της υπόστασης μου. Σημαίνει αναψυχή. Ακόμη και μια αφοσιωμένη φιλία με τα νοήματα και τις λέξεις.
5)Η ποίηση στις ημέρες μας δεν έχει τη θέση που κατείχε παλαιότερα. Για ποιο λόγο πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό και πως θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον της; Η ποίηση θα επιστρέψει στις δόξες της. Ο αφαιρετικός, λιτός, οικονομικός τρόπος έκφρασης είναι στις ημέρες μας απόλυτα αναγκαίος στον σύγχρονο κόσμο του καταιγισμού της πληροφόρησης. Έρχεται η στιγμή που τα λίγα θα πουν πολλά.
6)Γιατί γράφετε; Γράφω γιατί για μένα είναι μονόδρομος. Τάλαντο ακριβό εκ Θεού. Ποθώ τα λόγια μου να φθάσουν στα αφτιά της οικουμένης.
7)Αν έπρεπε να επιλέξετε ανάμεσα στο έντυπο ή στο ηλεκτρονικό βιβλίο, εσείς ποιο θα επιλέγατε; Το έντυπο φυσικά. Η αίσθηση του εξώφυλλου. Η αφή των φύλλων. Η οσμή της λόγιας φυσιογνωμίας του. Έτοιμο προς χρήση. Έτοιμο προς εξερεύνηση. Απολύτως απτό.
8) Πόσο πιθανή είναι να δούμε σύντομα μια καινούργια ποιητική συλλογή από εσάς? Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια Επιθυμώ να προχωρήσω εκδοτικά. Οι καιροί δυσχερείς. Τα γεγονότα σε έναν καλπασμό. Ελπίζω σε ένα επόμενο βιβλίο. 9) Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές, πείτε μας δύο Έλληνες και δύο ξένους και αν σας επηρέασαν να γράψετε την δικιά σας ποιητική συλλογή. Στους Έλληνες σταματώ στον Νικηφόρο Βρεττάκο ποιητή της αγάπης. Καθώς και στον Γιάννη Ρίτσο με τον ρωμαλέο λυρισμό. Όσον αφορά στους ξένους κρατώ τον Λόρκα και τον Πάμπλο Νερούδα.
10) Αφιερώστε στους αναγνώστες μας, τους αγαπημένους σας στίχους από το βιβλίο «ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ» Αγαπώ όλους τους στίχους από το βιβλίο: «Στις συνοικίες του απείρου.» Δεν μπορώ να διακρίνω κάποιους περισσότερο ελκυστικούς. Όπως η μητέρα που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα τέκνα αυτής.
Τελειώνοντας με τις ερωτήσεις θα ήθελα να ευχαριστήσω για ακόμη μια φορά και θα ήθελα να μας πείτε που και πως μπορούμε να βρούμε εσάς και το βιβλίο σας. Το βιβλίο μου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας ακόμη και διαδικτυακά. Όσον αφορά εμένα δίδω mail επικοινωνίας: galateiaverra9@gmail.com
Της είπε: «Πίστεψέ με. Σ’ αγαπώ». Και οι καιροί να αδειάζουν στις φλέβες του. Έβγαλε το πανωφόρι του και το άφησε στους ώμους της. Το ψύχος συνεχιζόταν. Στα μάτια, στο ύφος, στην καρδιά. Σκέφτηκε: Πόσο αληθινά έμοιαζαν τα λόγια. Ήταν όμως; Αμφιβολία μεγεθυσμένη στους αιώνες..
Πρέπει να προσέχεις να μην πατήσεις τις γραμμές στα δεξιά, ούτε και στα αριστερά, αλλά να προσπαθείς να μένεις πάντοτε στο κέντρο.
Πρέπει να φροντίζεις να γεμίζεις που και που το ρεζερβουάρ. Θα ‘ναι κρίμα να μείνεις στου πουθενά τη μέση…
Να σου πω όμως και κάτι;
Σε κανένα ταξίδι, δεν πάνε όλα τέλεια.
Όλο και θα παίξει η ταχύτητα, όλο και θα ξεφύγεις και θα πατήσεις και καμιά γραμμή στην άκρη, όλο και κάποια μικροβλάβη θα σου βγει, όλο και θα φτάνεις στο βενζινάδικο με το λαμπάκι αναμμένο και τη ψυχή στο στόμα.
Για αυτό, με των παιδιών σου το μεγάλωμα, μην μαστιγώνεσαι στο παραμικρό σου λάθος…
Κοίτα να τα αγαπάς, πρόσεχε όσο πιο πολύ μπορείς και φρόντισε τη διαδρομή να απολαύσεις…
Κάποτε ρωτήθηκε η ανθρωπολόγος Margaret Mead από ένα φοιτητή της ποιο ήταν το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κουλτούρα.
Ο φοιτητής περίμενε ότι η Mead θα του μιλούσε για κάποιο αγκίστρι, για κεραμικά σκεύη ή μυλόπετρες. Όμως η Mead του είπε ότι το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια αρχαία κουλτούρα ήταν ένα μηριαίο οστό που είχε σπάσει κι έπειτα είχε θεραπευθεί.
Εξήγησε ότι στο ζωικό βασίλειο όταν σπας το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να δραπετεύσεις από τον κίνδυνο, ούτε να πας στο ποτάμι να πιεις νερό, ούτε να ψάξεις τροφή. Γίνεσαι βορά των θηρίων που παραμονεύουν. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει με σπασμένο πόδι, τον χρόνο που χρειάζεται για να δέσει το οστό.
Ένα μηριαίο οστό που έχει θεραπευθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος αφιέρωσε χρόνο για να μείνει μαζί με εκείνον που έπεσε, έδεσε την πληγή, τον μετέφερε σε ασφαλές μέρος και τον βοήθησε να αναρρώσει.
Η Mead είπε ότι το σημείο στο οποίο αρχίζει ο πολιτισμός είναι η βοήθεια σε κάποιον στην δυσκολία.
Σήμερα, την 26η Δεκεμβρίου η Εκκλησία μας εορτάζει τη Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου. Είναι σύνηθες, με τη γέννηση ενός παιδιού, κατά τις πρώτες μέρες η μητέρα να δέχεται συγχαρητήρια και ευχές από συγγενείς και φίλους. Όλοι οι δικοί της σπεύδουν να εκφράσουν την αγάπη και τη χαρά τους στη μητέρα και να ατενίσουν το νεογέννητο, καλωσορίζοντάς το στη ζωή. Αυτό το νόημα έχει εν πολλοίς και η εορτή της Σύναξης της Θεοτόκου. (πηγή: «Παρά την Λίμνην», Μηνιαία έκδοση Εκκλησίας Αγίου Δημητρίου Παραλιμνίου)
Θα σας πρότεινα να ακούσετε τα υπέροχα βυζαντινά κάλαντα των Χριστουγέννων «Άναρχος Θεός» !
Τέλος, ας ταξιδέψουμε στο μέρος όπου γεννήθηκε ο Χριστός μας, μέσα από ένα βίντεο – εικονική ξενάγηση στη Βηθλεέμ που επιμελήθηκαν οι κατηχητές της Ενορίας Αγίου Παντελεήμονος Καλαμαριάς.
Χρόνια πολλά σε όλους σας! Χρόνια ευλογημένα με υγεία, σύνεση, αγάπη και ελπίδα στον Κύριο που γεννήθηκε σήμερα ταπεινά και ήσυχα…
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: αντί για αστέρια δέχθηκε τους αγγέλους. αντί για ήλιο, δέχθηκε τον ήλιο της δικαιοσύνης. Μη ζητάς να μάθης πώς. «Όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις». Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη και έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί του γι’ αυτό τον σκοπό. Σήμερα γεννιέται αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος. Γίνεται άνθρωπος, και πάλι Θεός μένει.(Ιωαννης Χρυσόστομος)
Παρακάτω σας παραθέτω ένα θεολογικό κείμενο του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, “ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ”, ΕΚΔ. ΑΡΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2001. Εύχομαι να το βρείτε κι εσείς ενδιαφέρον…Αξίζει να αφιερώσετε μερικά λεπτάκια από το χρόνο σας να το διαβάσετε!
Για τις Άγιες Ημέρες των Χριστουγέννων, θα σας ευχηθώ με τις όμορφες ευχές που έδινε ο ΄Αγιος Παΐσιος γι’ αυτές τις μέρες…
«Εύχομαι η καρδιά σας να γίνει Αγία Φάτνη και το Πανάγιο Βρέφος της Βηθλεέμ να σας δώσει όλες τις ευλογίες Του.”
-Γέροντα, δώστε μου μια ευχή για τα Χριστούγεννα.
Εύχομαι ο Χριστός και η Παναγία να σε έχουν κοντά τους σαν το αρνάκι που είναι δίπλα στην φάτνη. Νομίζω, περνάει καλά, όπως και το βοϊδάκι και το γαϊδουράκι που ζεσταίνουν τον Χριστό στη φάτνη…
“΄Εγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού”, λέει ο Προφήτης Ησαΐας (Ης. 1,3). Γνώρισε δηλαδή το βοϊδάκι το αφεντικό του και το γαϊδουράκι την φάτνη του Κυρίου του. Γνώρισαν τι ήταν μέσα στη φάτνη και με τα χνώτα τους το ζέσταιναν! Κατάλαβαν τον Δημιουργό τους! Αλλά και το γαϊδουράκι, τι τιμή να πάει τον Χριστό μετά στην Αίγυπτο! Οι άρχοντες είχαν άρματα χρυσοκέντητα ,και ο Χριστός τι χρησιμοποίησε! Τι καλά να ήμουν αυτό το γαϊδουράκι!
Στην Ρωσία σύμφωνα με έναν θρύλο που ήταν αρκετά δημοφιλής πριν την επανάσταση του 1917 δεν υπήρχε ο Αγιος Βασίλης αλλά η Μπάμπουσκα (=γιαγιά). Λέγεται ότι η Μπάμπουσκα ήταν μια γριά γυναίκα που δεν είχε οικογένεια , δεν δεχόταν συχνά επισκέψεις και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να κάνει δουλειές και να κρατάει το άδειο σπίτι καθαρό. Ένα κρύο απόγευμα , την ώρα που έτριβε τα πατώματα πέρασαν από το σπίτι της οι τρεις μάγοι. Της χτύπησαν στο παράθυρο και της ζήτησαν να πάει μαζί για να δει τον νέο Βασιλιά. Αρνήθηκε λέγοντας ότι τα πατώματα δεν είναι ακόμα καθαρά. Τους προσκάλεσε να μείνουν την νύχτα στο σπίτι της αλλά οι μάγοι αρνήθηκαν λέγοντας ότι βιάζονται για να φτάσουν στην ώρα τους. Αργότερα εκείνη την νύχτα η Μπάμπουσκα μετάνιωσε για την απόφασή της να μην πάει μαζί με τους μάγους . Μάζεψε κάποια από τα στολίδια που είχε στα λιγοστά υπάρχοντα της για να τα προσφέρει στον Χριστό και ξεκίνησε για να τον βρει. Περπατούσε συνέχεια. Ρώτησε όποιον είδε μπροστά της για τους τρεις ταξιδιώτες και για το Άγιο παιδί που προορισμός του ήταν να γίνει ο νέος Βασιλιάς του κόσμου αλλά δεν κατάφερε να βρει τίποτα.
Λένε ότι ακόμα ψάχνει και περιφέρεται από μέρος σε μέρος. Στο ξημέρωμα της ημέρας των Θεοφανίων (06/01) αφήνει στολίδια για δωράκια στα μικρά παιδιά με την ελπίδα να βρει τον Βασιλιά. πηγή (με υλικό για κατασκευή μπάμπουσκας)
ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΜΠΑΜΠΟΥΣΚΑ
“Όλοι οι χωρικοί ήταν έξω, μιλώντας με ενθουσιασμό.
“ Ξαναείδατε χτες βράδυ εκείνο το φωτεινό αστέρι;”
“Φυσικά και το είδαμε!”
“Ναι, και ήταν μεγαλύτερο”
“Ναι! Και η πορεία του ήταν προς το χωριό μας. Απόψε θα είναι ακριβώς από πάνω μας” .
Εκείνο το βράδυ, ο ενθουσιασμός διαπερνούσε την ατμόσφαιρα ευχάριστα, σα γλυκό αεράκι, και περνούσε μέσα από τα σοκάκια και τους δρόμους.
“Ήρθε ένα μήνυμα”
“Πλησιάζει ένας στρατός”
“Όχι στρατός, παρέλαση είναι”
“Άλογα, καμήλες και θησαυροί”.
Τώρα όλοι ήταν περίεργοι για τα νέα! Κανείς δεν μπορούσε να δουλέψει. Κανείς δεν μπορούσε να μείνει μέσα.Κανείς, εκτός από τη Μπάμπουσκα. Η Μπάμπουσκα είχε δουλειές να κάνει. Πάντα είχε. Σκούπιζε, σφουγγάριζε, γυάλιζε τα πατώματα και όλα έλαμπαν! Το σπίτι της ήταν το πιο περιποιημένο, πάντα καθαρό και αστραφτερό.
“Όλα αυτά τα κάνουν για ένα αστέρι”, μουρμούρισε. “Δεν έχω χρόνο, ούτε για να κοιτάζω. Έχω μείνει τόσο πίσω στη δουλειά, που πρέπει να μαζεύω και να καθαρίζω όλο το βράδυ!”
Έτσι, δεν είδε το αστέρι που έλαμπε στον ουρανό εκείνο το βράδυ. Ούτε θαύμασε την παρέλαση που έγινε στο χωριό με τα πανέμορφα φωτάκια. Ούτε άκουσε τις φλογέρες και τα τύμπανα που όσο περνούσε η ώρα δυνάμωναν, καθώς η παρέλαση πλησίαζε στο χωριό. Επίσης δεν άκουσε τις γεμάτες ενθουσιασμό φωνές των χωρικών και μετά το ξαφνικό ψιθύρισμα. Αλλά τον χτύπο στην πόρτα! Αυτόν τον άκουσε! Δεν γινόταν αλλιώς!
“Τι είναι πάλι αυτό;” είπε ανοίγοντας την πόρτα.Η Μπάμπουσκα απόρησε! Αυτοί που της χτύπησαν την πόρτα, ήταν τρεις βασιλιάδες!
“Ψάχνουμε ένα μέρος να ξεκουραστούμε”, είπαν.“Και το σπίτι σου είναι το καλύτερο του χωριού”.
“Θέλετε….να μείνετε εδώ;”, ψέλλισε η Μπάμπουσκα.
“Ναι, μόνο μέχρι να πέσει η νύχτα και να ξαναφανεί το αστέρι”
Η Μπάμπουσκα ξεροκατάπιε από αμηχανία. “Ελάτε μέσα τότε!”, είπε.
Πώς έλαμψαν τα μάτια των βασιλιάδων όταν είδαν τι τους πρόσφερε η Μπάμπουσκα στο τραπέζι! Καθώς τους σέρβιρε, η Μπάμπουσκα τους ρωτούσε συνέχεια:“Ήρθατε από μακριά;”
“Ναι, από πολύ μακριά”, απάντησε ο Κάσπαρ.
“Ακολουθούμε το αστέρι”, είπε ο Μελχιόρ.
“Και προς τα πού πάτε δηλαδή;”, απόρησε η Μπάμπουσκα.
“Δεν ξέρουμε”, της είπαν. Αλλά πίστευαν ότι θα τους οδηγούσε στο νεογέννητο Βασιλιά, ένα Βασιλιά που ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί ποτέ, το βασιλιά της Γης και του Ουρανού.
“Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας;” είπε ο Βαλτάσαρ.
“Και να του πας κι εσύ ένα δώρο, όπως εμείς. Κοίτα, εγώ έχω χρυσό, και οι φίλοι μου φέρνουν λίβανο και σμύρνα” .
“Α”, είπε η Μπάμπουσκα, “δεν είμαι σίγουρη ότι θα ήμουν ευπρόσδεκτη. Όσο για δώρο….”“Γιατί, αυτό το τουρσί θα άρεσε σε όλους τους βασιλιάδες!”, είπε ο Βαλτάσαρ.Η Μπάμπουσκα γέλασε.
“Τουρσί; Για ένα μωρό; Ένα μωρό χρειάζεται παιχνίδια!”
Μετά σκέφτηκε για λίγο. “Έχω ένα ντουλαπάκι γεμάτο παιχνίδια”, είπε θλιμμένα. “Το μικρό μου παιδί, ο δικός μου βασιλιάς πέθανε όταν ήταν πολύ μικρός.
”Ο Βαλτάσαρ τη σταμάτησε και της είπε:΅“Αυτός ο νεογέννητος Βασιλιάς μπορεί να γίνει και ο δικός σου Βασιλιάς. Έλα μαζί”
“Θα…θα το σκεφτώ”, ψέλλισε η Μπάμπουσκα.
Καθώς οι βασιλιάδες κοιμούνταν, η Μπάμπουσκα καθάριζε και μάζευε το σπίτι όσο πιο αθόρυβα γινόταν. Τι πολλή δουλειά που είχε να κάνει παραπάνω! Και αυτός ο νέος Βασιλιάς….Τι παράξενη ιδέα να φύγει με τους τρεις επισκέπτες της και να πάνε όλοι μαζί να τον βρουν!
Όμως, μπορούσε να το κάνει αυτό; Να αφήσει το σπίτι της και να πάει να τον βρει έτσι απλά;
Η Μπάμπουσκα ανασκουμπώθηκε! “Δεν υπάρχει χρόνος για όνειρα” σκέφτηκε. Τόση δουλειά, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, τα πιάτα, και παραπάνω μερίδες για μαγείρεμα!
Τελοσπάντων, για πόσο θα έλειπε; Και με το δώρο τι θα γινόταν; Αναστέναξε. “Έχω τόσα πολλά πράγματα να κάνω. Το σπίτι θα πρέπει να είναι καθαρό αφού φύγουν. Δεν θα μπορούσα να το αφήσω έτσι”
Ξαφνικά έφτασε η νύχτα. Ήταν ένα αστέρι στον ουρανό!
“Είσαι έτοιμη, Μπάμπουσκα;”“Θα ….Θα έρθω αύριο”, είπε η Μπάμπουσκα. “Θα σας προλάβω όμως. Πρέπει για την ώρα να καθαρίσω λίγο, να βρω ένα δώρο, να ετοιμαστώ…”
Οι βασιλιάδες την αποχαιρέτησαν θλιμμένοι. Το αστέρι έλαμπε στον ουρανό. Η Μπάμπουσκα γύρισε τρέχοντας στο σπίτι της, για να αρχίσει τη δουλειά.
Σκουπίζοντας, καθαρίζοντας, ξεσκονίζοντας, πέρασε η ώρα και ξημέρωσε! Τελικά, η Μπάμπουσκα πήγε στο μικρό ντουλαπάκι, το άνοιξε και ξανακοίταξε στεναχωρημένη όλα τα παιχνίδια. Ήταν τόσο σκονισμένα! Και ήταν σίγουρο πως δεν έκαναν για το νεογέννητο βασιλιά. Έπρεπε όλα να καθαριστούν.
“Καλύτερα να ξεκινήσω από τώρα να τα καθαρίζω”, σκέφτηκε. Δούλευε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Ένα προς ένα, τα παιχνίδια ακτινοβολούσαν, έλαμπαν και άστραφταν. Τώρα μπορούσε να τα προσφέρει στο νεογέννητο Βασιλιά.
Η Μπάμπουσκα κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Ήταν ήδη πρωί! Μπορούσε να ακούσει τους αγρότες που δούλευαν. Μετά κοίταξε στον ουρανό, μα το αστέρι είχε χαθεί. Οι βασιλιάδες θα είχαν βρει ένα άλλο μέρος να ξεκουραστούν, και πίστεψε πως θα τους έβρισκε εύκολα τώρα. Αλλά η Μπάμπουσκα ένιωθε πολλή κούραση και αποφάσισε να ξαποστάσει -μόνο μία ώρα….Ξαφνικά, ξύπνησε! Ήταν σκοτάδι! Είχε αποκοιμηθεί! Έτρεξε πανικόβλητη στο παράθυρο. Είχε σκοτεινιάσει για τα καλά. Και το αστέρι δεν ήταν πουθενά! Έτρεξε πίσω στο σπίτι, ντύθηκε ζεστά, τύλιξε βιαστικά τα δώρα, τα έβαλε σε ένα καλαθάκι, και πήγε από το μονοπάτι που είχαν πάρει και οι βασιλιάδες.
Προχωρούσε βιαστικά, περνώντας από χωριό σε χωριό. Παντού ρωτούσε για τους βασιλιάδες.“Ω, ναι, τους είδαμε” της έλεγαν. “Πήγαν από αυτό το δρόμο”Η Μπάμπουσκα είχα χάσει πλέον το μέτρημα των ημερών. Πέρασε από χωριά και πόλεις. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Προχωρούσε μέρα και νύχτα. Τελικά έφτασε σε μία μεγάλη πόλη.
“Το παλάτι!” σκέφτηκε. Εδώ πρέπει να γεννήθηκε ο μικρός Βασιλιάς.
“Κανένα νεογέννητο βασιλιά δεν έχουμε εδώ στο παλάτι” είπε ο φρουρός του παλατιού.
“Οι τρεις βασιλιάδες πέρασαν από εδώ;” ρώτησε η Μπάμπουσκα.
“Α, ναι, πέρασαν. Αλλά, δεν κάθισαν πολύ. Έφυγαν αμέσως, για να συνεχίσουν το δρόμο τους”
“Μα προς τα πού πήγαν;”
“Στη Βηθλεέμ. Δεν μπορώ να φανταστώ όμως γιατί εκεί. Είναι ένα πολύ φτωχικό χωριό. Αλλά σίγουρα πήγαιναν προς τη Βηθλεέμ”.
Αμέσως η Μπάμπουσκα ξεκίνησε να πάει στη Βηθλεέμ.
Ήταν πλέον απόγευμα όταν έφτασε επιτέλους στη Βηθλεέμ. Πόσες μέρες περπατούσε άραγε; Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Και θα μπορούσε ένας νεογέννητος Βασιλιάς να μένει σε ένα τόσο φτωχό μέρος; Σίγουρα τέτοιο μέρος δεν ήταν κατάλληλο για ένα Βασιλιά. Η Βηθλεέμ δεν ήταν και πολύ μεγαλύτερη από το χωριό της….Η Μπάμπουσκα προχώρησε στο πανδοχείο.
“Ω, ναι” είπε ο ιδιοκτήτης “οι τρεις βασιλιάδες ήταν εδώ πριν από τρεις ημέρες. Ήταν όλοι ενθουσιασμένοι. Αλλά δεν κάθισαν ούτε μία νύχτα”
“Και το μωρό;” έκλαψε η Μπάμπουσκα. “Δεν ήταν και ένα νεογέννητο εδώ;”
“Ναι” είπε ο ιδιοκτήτης. “Εδώ ήταν. Και οι τρεις βασιλιάδες για το μωρό είχαν έρθει”
Όταν όμως είδε την απογοήτευση στα μάτια της σταμάτησε…“Θα σου δείξω πού ήταν το μωρό” είπε ευγενικά.
“Δυστυχώς δεν είχα άλλο μέρος να φιλοξενήσω τους γονείς του. Το πανδοχείο μου ήταν γεμάτο εκείνο το βράδυ. Το μόνο άδειο μέρος που είχα, ήταν αυτός ο στάβλος”
Η Μπάμπουσκα τον ακολούθησε. “Να, εδώ είναι ο στάβλος” είπε και την άφησε να τον δει.
“Μπάμπουσκα;”Ένας άγγελος στεκόταν στο ημίφως της εξώπορτας. Την κοιτούσε με κατανόηση. Μήπως θα μπορούσε να της πει πού είχε πάει η οικογένειά της; Η Μπάμπουσκα γνώριζε τώρα ότι ο νεογέννητος Βασιλιάς ήταν για εκείνη το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο.
“Έχουν φύγει στην Αίγυπτο με ασφάλεια” επανέλαβε ο άγγελος στη Μπάμπουσκα. “Και οι βασιλιάδες επέστρεψαν στα βασίλειά τους. Ένας από αυτούς μου μίλησε για σένα. Λυπάμαι, αλλά όπως βλέπεις, έχεις αργήσει πολύ. Οι βοσκοί ήρθαν μόλις τους ειδοποίησαν οι άγγελοι. Οι βασιλιάδες ήρθαν μόλις είδαν το αστέρι. Βρήκαν το Βρέφος Ιησού Χριστό, το Σωτήρα του κόσμου”.
Μερικοί λένε ότι η Μπάμπουσκα ψάχνει ακόμα να βρει το νεογέννητο Βασιλιά Χριστό, γιατί ο χρόνος δεν μετράει όταν ψάχνεις για κάτι αληθινό. Η Μπάμπουσκα ακόμα ψάχνει από σπίτι σε σπίτι ρωτώντας, “Είναι εδώ; Είναι ο νεογέννητος Χριστός εδώ;”
Και τα Χριστούγεννα, όταν βλέπει ένα παιδάκι να κοιμάται και έχει ακούσει ότι κάνει καλές πράξεις, βγάζει ένα παιχνίδι από το καλαθάκι της, και το αφήνει δίπλα του. Μετά, συνεχίζει να ταξιδεύει και να ψάχνει, ρωτώντας:
“Έίναι εδώ; Είναι ο νεογέννητος Χριστός εδώ;”.
Διασκευή: Arthur Scholey…είμαι σίγουρη πως αυτό το παραμύθι έχει κάτι να πει στις ψυχές μας τις πολυμέριμνες, τις πολύβουες…Μακάρι να μην είχε….
Το παραμύθι το βρήκα και το αντέγραψα , μαζί με τις εικόνες, από το ιστολόγιο ΤΟ ΗΘΟΣ ΠΟΥ ΧΑΣΑΜΕ. Το κείμενο από το βιβλίο Μπάμπουσκα των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας–εδώ
Εύχομαι σε όλους σας καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα!!