Η δόξα πού στεφάνωσε τήν Πατρίδα μας στο νεότερο έπος του Έλληνισμού είναι κατά ένα μεγάλο μέρος έργο και της Έλληνίδας. Έμβλημά της τό δίπτυχο: πίστη στό Θεό και στην προστασία της Μεγαλόχαρης – πάνω άπ’ όλα η Πατρίδα.
Στις Πίνδου τις κορφές μάχονται υπέροχα μιά φούχτα γενναίοι. Στό πλάι τους γλιστρά άνάλαφρη σκιά Έλληνίδα. Είναι η ανδρειωμένη Ηπειρώτισσα, πού, όταν η 8η Μεραρχία διατάχθηκε νά προελάσει και νά καταλάβει – έστω και χωρίς έφοδιοπομπές – ορισμένες διαβάσεις, έφερε ώς τις κορυφές των βουνών τά πυροβόβα, τά πυρομαχικά, τις οβίδες εν ώρα μάχης. Είναι ή Βορειοηπειρώτισσα, που μεταφέρει στους ώμους της ή νοσηλεύει στό σπίτι της τους τραυματίες, πού ανοίγει τό παλιό σεντούκι γιά ν’ ανεμίσει τή Γαλανόλευκη.
Στη γέφυρα του Κοκόρου επειδή τό Μηχανικό δέν προβάβαινε νά τήν όβοκληρώσει, μπήκαν στό νερό ώς τό στήθος οι γυναίκες και τήν τελείωσαν αυθημερόν. Στίς διαβάσεις επίσης των ποταμών Καλαμά και Δρίνου, όπου τό ρεύμα εμπόδιζε τους σκαπανείς, μπήκαν οι χωρικές μέσα στά νερά και πιασμένες σφιχτά άπ’ τούς ώμους σχημάτισαν πρόχωμα πού διευκόλυνε τους γεφυροποιούς.
Το εκπληκτικό άγνωστο Μνημείο ύμνος προς την γυναίκα
Πάλλευκη ηρωίδα η αδελφή νοσοκόμος υπηρετεί στά ορεινά χειρουργεία και στους ενδιάμεσους σταθμούς και στά νοσοκομεία των επαρχιών μέ τήν έθελόντρια δίπλα της. Κι όταν στο Μεσολόγγι ό Γερμανός έπιτεβής οργισμένος – γιατί η Προϊσταμένη αρνείται νά εκκενώσει τό νοσοκομείο από τους “Ελληνες τραυματίες, γιά νά βάλει τους δικούς του – τήν ρωτά τό όνομά της, εκείνη άπαντα: «Έλληνίς»!
.
Τό φρόνημα τής Ελληνίδας των μετόπισθεν εκφράζει ή ποιήτρια της εποχής στό «Γράμμα στό μέτωπο» προς τόν στρατιώτη σύζυγο:
Δέν είμαι μιά γυναίκα πιά της προσμονής,
που τρέμει μή διάβαση μέ γράμματα ψιλά
μέσα άπό Θριαμβευτικά «ανακοινωθέντα»
τό μήνυμα πώς τελείωσε γιά κείνη
και πόλεμος και νίκη.
Γιά τή μεγάλη τούτη τήν ύπόθεση,
πού κλείνει πλέρια τή χαρά του άνθρώπου,
γιά της αυγής τό φως,
που ξαγοράζεται γιά μας άπό τά σκότη,
δέν λογαριάζονται γυναίκες, σπιτικά,
και τ’ όνειρο του ενός – τι Θάμα –
σέ μιαν εξαίσια διαστολή χωράει
νά κλείση στό μικρό του κόρφο
όνειρο του κόσμου.
Μέ διπλή καρδιά νά πολεμάς,
γιά μένα δίχως έγνοια
πού σήμερα στρατεύομαι μαζί σου
και ροβολώ μέ τό ρυθμό της ιστορίας.
(Σ. Παπαδάκη)
Ή άγνωστη αγρότισσα άρπαξε τό άροτρο και όργωσε και έσπειρε και θέρισε και κυβέρνησε τό σπίτι της και κράτησε ψηλά τήν τιμή της. Οι γυναίκες στις πόλεις στά νυχτέρια της συσκότισης έπλεξαν ασταμάτητα τις φανέλες του στρατιώτη
«και οι βελόνες γίνονταν σπαθιά
που βγαίνουνε άπ’ τή χρυσή τους θήκη
ν αγωνιστούνε μέ τόν νιό πολεμιστή
κι είναι άσωστη κι άτέλειωτη ή κλωστή
όσο κι ή Νίκη”.
Οι Έλληνίδες της Κύπρου έστειλαν τότε μέσα σέ άσπρογάλαζα σακκουλάκια τά γαμήλια δαχτυλίδια γιά χάρη της κοινής Πατρίδας. Και οι Έλληνίδες του εξωτερικού τά χρόνια του πολέμου δέν έπαυσαν νά στέλνουν τά δέματα «της έλληνικής πολεμικής περιθάλψεως» γιά τις ανάγκες και τήν έγκαρδίωση των συμπατριωτών.
Κι όταν μετά τις νίκες και τους θριάμβους έρχεται ή μαύρη κατοχή μέ τήν τρομοκρατία και τήν πείνα, ή Ιδια Έλληνίδα, όταν τό εθνικό χρέος τό έπέβαλλε, θυσίασε και τήν Ιδια τή ζωή της αψηφώντας τις ανακρίσεις, τά κρατητήρια και τό έκτελεστικό απόσπασμα, ηρωίδα άπαράμιλλη της εθνικής Αντιστάσεως: Λέβα Καραγιάννη, Ήρώ Κωνσταντοπούλου, Βασιλική Παπαθανασίου και τόσες άλλες, πού προσφέρονταν ολοκαύτωμα στό βωμό της πατρίδας, προετοιμάζοντας τήν πτώση και τόν έξευτελισμό του κατακτητή.
Και μπόρεσαν και στάθηκαν όρθιες οι Έλληνίδες των Καλαβρύτων και των Διατομών, οι μάρτυρες της απάνθρωπης σφαγής των αθώων, και έσκαψαν μέ τά νύχια τους τους τάφους γιά τους αγαπημένους τους και ανάθρεψαν μαυρομαντηλούσες άδάκρυτες στά καμένα και ρημαγμένα σπίτια τους, κάτω άπό τους τσίγκους, τά παιδιά τους. Τά παιδιά του έθνους.
Οι Ελληνίδες του έπους του 1940 βρήκαν τό σθένος νά υψωθούν πάνω άπό τις ευαισθησίες και τους σπαραγμούς τους και άνοιξαν, μέ τήν πίστη και τις θυσίες τους, στό λαό μας τό δρόμο γιά τήν τελική νίκη, πνευματική και πατριωτική.
Και αυτό δέν πρέπει νά τό λησμονούν οι Ελληνίδες των ήμερων μας, πού είναι τόσο κρίσιμες γιά τήν εθνική επιβίωση μας και άπαιτούν γι αυτό «άρετήν και τόλμην».
Λ.
από το περιοδικό: η Δράση μας, τεύχος Οκτωβρίου 2015