Ο Ηρόδοτος μας διηγείται τον περίφημο διάλογο του Σόλωνα με τον Κροίσο για τον ‘ολβιώτατο’ των ανθρώπων. Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος ήταν ξακουστός σε όλο τον αρχαίο κόσμο για τα αμύθητα πλούτη του. Από τους φόρους που του έδιναν οι ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας και από τα χρυσωρυχεία του Πακτωλού ποταμού γινόταν όλο και πιο πλούσιος και πιο περήφανος για τα πλούτη του. Πίστευε μάλιστα ότι δεν υπήρχε πιο ευτυχισμένος άνθρωπος από αυτόν στον κόσμο.
Κάποτε τον επισκέφτηκε ο Σόλων, ένας από τους σοφούς της αρχαιότητας, τον οποίο δέχτηκε πολύ φιλόξενα. Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα με διαταγή του
Κροίσου οι υπηρέτες γύρισαν το Σόλωνα στους θησαυρούς και του τα έδειχναν όλα, που ήταν μεγαλόπρεπα και ακριβά. Αφού τα κοίταξε όλα και τα παρατήρησε με την ησυχία του, τον ρώτησε ο Κροίσος:
«Ξένε Αθηναίε, έφτασε σ’ εμάς μεγάλη φήμη για τη σοφία σου και τα ταξίδια σου, ότι από φιλομάθεια έχεις επισκεφτεί πολλές χώρες, για να γνωρίσεις τον κόσμο. Τώρα λοιπόν μου γεννήθηκε η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κανένα που να είναι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος»!
Ο Σόλων αποφεύγοντας να κολακεύσει το βασιλιά αποκρίθηκε: «Ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ ήταν ένας Αθηναίος βασιλιάς που λεγόταν Τέλλος.» Ο βασιλιάς απόρησε με την απάντηση και τον ρώτησε γιατί κρίνει αυτόν ως τον πιο ευτυχισμένο.«Για δυο λόγους», είπε ο Σόλων. «Ο Τέλλος από τη μια είχε πατρίδα που ευτυχούσε και μέσα σ’ αυτήν απόχτησε γιους καλούς κι ενάρετους και είδε να κάνουν όλοι παιδιά και να ζουν όλα κι από την άλλη ενώ η ζωή του ήταν ευτυχισμένη, με τα ανθρώπινα μέτρα, τη σφράγισε ένας ένδοξος θάνατος σε μια μάχη δηλαδή των Αθηναίων στην Ελευσίνα με τους γείτονές τους πήρε μέρος κι εκείνος κι αφού έτρεψε σε φυγή τους εχθρούς, σκοτώθηκε ηρωικά οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη στον τόπο που έπεσε και του έκαναν μεγάλες τιμές» .
Ο Κροίσος τότε τον ρώτησε ποιον γνωρίζει δεύτερο πιο ευτυχισμένο άνθρωπο, όντας σίγουρος ότι θα έπαιρνε τουλάχιστον τη δεύτερη θέση .Ο Σόλων, όμως, ανέφερε τότε δύο νέους: «δυο αδέρφια από το Άργος, τον Κλεόβη και τον Βίτωνα. Είχαν περιουσία όση τους χρειαζόταν και για τη σωματική τους δύναμη λάβε
υπόψη ότι κι οι δύο ήταν πρωταθλητές στους αγώνες. Γι’ αυτούς διηγούνται το εξής σε μια εορτή της Ήρας στο Αργος έπρεπε οπωσδήποτε να μεταφερθεί η μητέρα τους με άμαξα στο ναό και τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι. Καθώς η ώρα δεν τους άφηνε περιθώρια, μπαίνουν τα παλικάρια τα ίδια στο ζυγό και σέρνουν την άμαξα κι επάνω στην άμαξα πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού την πήγαν έτσι σαράντα πέντε ολόκληρα στάδια, έφτασαν στο ναό. Έπειτα από αυτό που έκαναν κι αφού τους είδε όλο το συγκεντρωμένο πλήθος, τους βρίσκει ένας εξαίρετος θάνατος και μ’ αυτούς έδειξε ο θεός στους ανθρώπους ότι είναι καλύτερο
να πεθάνει κανένας παρά να ζει. Τους είχαν περιστοιχίσει οι Αργείοι και θαύμαζαν τη δύναμη των νέων κι οι Αργείοι καλοτύχιζαν τη μάνα τους για τα παιδιά που είχε κάνει. Τρισευτυχισμένη η μητέρα τους για την πράξη των παιδιών τους και για τους επαίνους, στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και προσευχήθηκε για τον Κλέοβη και
το Βίτωνα, τους γιους της, που της είχαν κάνει τέτοια τιμή, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο είναι για τον άνθρωπο. Έπειτα από την προσευχή αυτή θυσίασαν και κάθισαν στο τραπέζι. Τέλος έπεσαν και κοιμήθηκαν μέσα στον ίδιο το ναό χωρίς όμως να σηκωθούν πια, αλλά αυτό ήταν το τέλος τους. Οι Αργείοι κατασκεύασαν
τα αγάλματά τους και τ’ αφιέρωσαν στους Δελφούς, επειδή αποδείχτηκαν άντρες εξαιρετικοί».
Ακούγοντας την ιστορία ο Κροίσος θύμωσε με τη δεύτερη απάντηση του Σόλωνα και προτού τον διώξει ξέσπασε: «Ωραία όλα αυτά Αθηναίε φίλε μου, αλλά τι έχεις να πεις για τη δική μου ευτυχία;»
Τότε ο σοφός Αθηναίος του αποκρίθηκε με μια φράση που έμεινε στην ιστορία: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε». Τα μεγάλα πλούτη δεν κάνουν τον άνθρωπο περισσότερο ευτυχισμένο απ’ ότι μια μέτρια περιουσία. Μη θεωρήσεις
κανέναν ευτυχή, πριν γνωρίσεις το τέλος του. Αυτά τα λόγια δεν έδωσαν καθόλου χαρά στον Κροίσο και αποχαιρέτησε τον Σόλωνα περιφρονώντας τον.
Σύντομα, όμως, μετά την αναχώρηση του Σόλωνα πλήθος συμφορών βρήκαν τον Κροίσο. Ο γιος του ο Άτης σκοτώθηκε στο κυνήγι και ο ίδιος αργότερα νικήθηκε από το βασιλιά των Περσών Κύρο και αιχμαλωτίστηκε. Την ώρα που τον είχαν ανεβασμένο στην πυρά για να τον κάψουν, ο Κροίσος θυμήθηκε τα λόγια του Σόλωνα και φώναξε μετανιωμένος τρεις φορές «Σόλων! Σόλων! Σόλων!». Ο Κύρος που τον άκουσε, ζήτησε να μάθει τι σήμαινε η επίκληση αυτή. Ακούγοντας την ιστορία, χάρισε στον Κροίσο τη ζωή και μάλιστα τον κράτησε κοντά του ως έμπιστο φίλο και σύμβουλό του.
(Ηροδότου Ιστορίαι, Βιβλίον Α, 30)
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, από το παραπάνω απόσπασμα του μεγάλου ιστορικού της αρχαιότητας ότι η πατρίδα και οικογένεια είναι δύο αξίες ανυπολόγιστης σημασίας για την ζωή μας, η πατρίδα και όχι κατ’ ανάγκην το κράτος. Το κράτος μπορεί να είναι άδικο και θλιβερό. Η πατρίδα όμως είναι ο τόπος, ο τρόπος, ο πολιτισμός, οι πρόγονοί μας, η ιστορική μας συνέχεια που δεν πρέπει να λησμονούμε.