Ρώτησε το μολύβι η γόμα: – Πώς είσαι φίλε μου;
Το μολύβι απάντησε θυμωμένα: – Δεν είμαι φίλος σου, σε μισώ.
Η γόμα, έκπληκτη και λυπημένη, απάντησε: – Γιατί;
Το μολύβι απάντησε: – Γιατί σβήνεις αυτό που γράφω.
Και απάντησε: – Μόνο λάθη σβήνω.
– Και γιατί το κάνεις; – ζήτησε το μολύβι.
– Είμαι προφυλακτική και αυτή είναι η δουλειά μου.
– Αυτή δεν είναι δουλειά, απαντάει το μολύβι.
Η γόμα απάντησε: – Η δουλειά μου είναι τόσο χρήσιμη όσο η δική σου.
Το μολύβι, με σκληρό τόνο, είπε: – Λάθος κάνεις και είσαι αλαζόνας, γιατί αυτός που γράφει είναι καλύτερος από αυτόν που σβήνει.
Η γόμα απάντησε: – Το να αφαιρείς το λάθος ισοδυναμεί με το να γράφεις το σωστό.
Το μολύβι έμεινε για λίγο σιωπηλό, μετά, με πέπλο θλίψης, είπε: – Μα σε βλέπω να μικραίνεις κάθε μέρα.
Η γόμα απάντησε: – Γιατί θυσιάζω λίγο από τον εαυτό μου κάθε φορά που σβήνω ένα λάθος.
Το μολύβι, με φωνή που λυπημένη είπε: – Νιώθω πιο κοντός από πριν.
Η γόμα τον παρηγορούσε λέγοντας: – Δεν μπορούμε να κάνουμε καλό στους άλλους, αν δεν είμαστε έτοιμοι να θυσιάσουμε κάτι από τον εαυτό μας.
Μετά κοίταξε το μολύβι με στοργή και είπε: – Με μισείς ακόμα;
Το μολύβι χαμογέλασε και απάντησε: – Πώς να σε μισήσω, όταν θυσιάζεις τόσα πολλά;
Κάθε μέρα ξυπνάς, και έχεις μια μέρα λιγότερη.
Αν δεν μπορείς να είσαι μολύβι για να γράφεις την ευτυχία των άλλων, γίνε καλή γόμα για να σβήσεις τους πόνους τους και να σπέρνεις ελπίδα και αισιοδοξία στην ψυχή τους, θυμίζοντας τους ότι το μέλλον είναι πιο φωτεινό.