Επαγγέλματα του παρελθόντος

από Love Teaching by Archodoula
13 λεπτά ανάγνωσης

Στο 2ο εργαστήριο δεξιοτήτων με τίτλο “Επαγγέλματα του παρελθόντος” του 4ου θεματικού κύκλου “Δημιουργώ και Καινοτομώ- Δημιουργική Σκέψη και Πρωτοβουλία” των εργαστηρίων δεξιοτήτων στη θεματική ενότητα “Ενδιαφέρομαι και Ενεργώ- Κοινωνική Συναίσθηση και Ευθύνη” 

Οι δεξιότητες που θα καλλιεργηθούν είναι οι:

  • Δεξιότητες μάθησης 21ου αιώνα (4cs):Επικοινωνία, συνεργασία, πρωτοβουλία
  • Δεξιότητες κοινωνικής ζωής: Υπευθυνότητα
  • Δεξιότητες της τεχνολογίας: Εύρεση πληροφοριών στο διαδίκτυο

Ειδικότερα στόχοι είναι οι μαθητές :

  • Να εκφράζουν με θάρρος τις σκέψεις τους.
  • Να είναι ικανοί να βρίσκουν πληροφορίες στο διαδίκτυο για ένα θέμα, να επιλέγουν τις πιο σημαντικές και να τις παρουσιάζουν πλαισιωμένες με εικόνες.
  • Να γνωρίσουν το επάγγελμα γανωτή, του καστανά, του λούστρου, του ντελάλη του παγοπώλη και τα παλιά ψυγεία πάγου.
  • Να έρθουν σε επαφή με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο.

Αρχικά, με αφορμή το ποίημα “Ο παγοπώλης” της Σοφίας Χατζηκοκολάκη του βιβλίου της γλώσσας της Β δημοτικού στην 20η ενότητα οι μαθητές γνώρισαν το επάγγελμα του παγοπώλη και στη συνέχεια το άκουσαν μελοποιημένο.

Παιδικό τραγούδι: Ο παγοπώλης

nontasgri Παιδικό τραγούδι από το βιβλίο της Β΄ Δημοτικού της Γλώσσας, γ΄τεύχος σελ.41. Το ηχογραφήσαμε στην τάξη, με τα παιδιά του Β1, του 12ου Δ.Σ. Νίκαιας.

Στη συνέχεια, διαβάσαμε το άρθρο «1950-1960: πως ήταν οι συσκευές στο παλιό ελληνικό σπίτι, το φανάρι, το ψυγείο πάγου, η σκάφη». Ακολούθησε συζήτηση στην τάξη για τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν παλαιότερα οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους συγκριτικά με τη δική μας σημερινή εποχή.

Κατόπιν, οι μαθητές γνώρισαν τα επαγγέλματα του γανωτή, του λούστρου και του καστανά.

Ο γανωτής

Γανωματής ή γανωματάς ή γανωτής ή γανωτζής ή καλατζής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο. Ο γανωματής είναι ένα από τα πιο παλιά επαγγέλματα. Παλαιότερα, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα για τη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γίνονταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να καλυφθεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κράμα κασσίτερου). 

PANOS DIMITRAKOPOULOS

Ο γανωτής πρώτα έπρεπε να καθαρίσει τα σκεύη από τη γανάδα, δηλαδή την πράσινη σκουριά των χάλκινων σκευών, και γενικά από τις σκουριές τα άλλα μεταλλικά αντικείμενα, όπως τα κουτάλια που δεν ήταν χάλκινα αλλά γανώνονταν. Στην πρώτη φάση της εργασίας του ο γανωτής άλειφε την επιφάνεια, που ήθελε να γανώσει με σπίρτο, για να διασπαστούν οι γανάδες κι οι σκουριές της και να καθαριστεί. Στη δεύτερη φάση, έτριβε το σκεύος με άμμο, για να απομακρύνει τα υλικά της διάσπασης που προηγήθηκε. Στη συνέχεια, αν ήθελε να κάνει καλή δουλειά, ζέσταινε το σκεύος και το έτριβε με πανί για να καθαρίσει το καλάι από το παλιό γάνωμα.

Στην τρίτη φάση έπιανε το σκεύος με τη μασιά, το έβαζε πάνω από τη φωτιά, το ζέσταινε καλά και άπλωνε μέσα το νισαντήρι (χλωριούχο αμμώνιο). Για να στρώσει καλύτερα το καλάι, έλεγαν οι γανωτήδες. Κι έστρωνε καλύτερα γιατί το προϊόν της διάσπασης του χλωριούχου αμμωνίου διασπούσε και τα τελευταία υπολείμματα από τις σκουριές και τις γανάδες. Για ένα τελευταίο καθάρισμα άλειφε την επιφάνεια του σκεύους με σπίρτο που το είχε αραιωμένο με νερό και το είχε καλά σβησμένο με τσίγκο (Το σβήσιμο του σπίρτου με τσίγκο, δίνει χλωριούχο ψευδάργυρο, που σημαίνει ότι στην ουσία αυτό το υλικό χρησιμοποιούσαν για τον τελευταίο καθαρισμό). Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το καλάι σε όλη την επιφάνειά του. Για το άπλωμα, έτριβε πάνω στη ζεστή επιφάνεια το στερεό καλάι που είχε για το γάνωμα και το έστρωνε χρησιμοποιώντας βαμβάκι. Και τελείωνε το γάνωμα με το κρύωμα, που έκανε στα σκεύη ακουμπώντας τη βάση τους, από την εξωτερική πλευρά, στο νερό. Κρύωνε έτσι το σκεύος, και το έτριβε με βαμβάκι για να γυαλίσει περισσότερο.[1].

Ο λούστρος

Λούστρος ή λουστραδόρος ονομάζεται ο πλανόδιος που το επάγγελμά του είναι να βερνικώνει και να γυαλίζει παπούτσια περαστικών. Στη δουλειά του λούστρου χρησιμοποιείται κασελάκι που μέσα έχει τα βερνίκια και βούρτσες για το γυάλισμα των παπουτσιών. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα παλαιότερα, οι περισσότεροι λούστροι ήταν παιδιά ή έφηβοι. Η αμοιβή τους ήταν ελάχιστη καθώς ένας πελάτης τους έδινε περίπου δύο δεκάρες.

Διαδεδομένη σε πολλά μέρη του κόσμου, η δουλειά του λούστρου εξαφανίζεται σταδιακά στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, και σήμερα το λουστράρισμα σχεδόν πάντα θεωρείται περισσότερο μια τέχνη, παρά μια πραγματική δουλειά. Στις περισσότερες χώρες, συμπεριλαμβανόμενης και της Ελλάδας, το επάγγελμα αυτό δεν ασκείται από πολλούς σήμερα.

Leonidas Klonaris

Ο ντελάλης

Ο Ντελάλης* διαλαλούσε τα νέα, τις παραγγελίες που έπαιρνε από τις αρχές ή για τα εμπορεύματα που έφερναν οι πραματευτάδες. Τα παλιά τα χρόνια που δεν είχαν ανακαλυφτεί το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το μεγάφωνο οι αρχές είχαν πρόβλημα να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να τους πουν για κάποια πράγματα ή αποφάσεις που τους αφορούσαν. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας. Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. (πηγή: https://argolikivivliothiki.gr/)

Fani Karaoli

* ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális]: αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη.

[τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] 

Ο καστανάς

Καστανάς ονομάζεται ο υπαίθριος μικροπωλητής ο οποίος πουλάει ψημένα κάστανα. Συχνάζει σε μέρη όπου περνά πολύς κόσμος, συνήθως σε κεντρικά σημεία πόλεων ή πάρκα, για να πουλήσει τα κάστανά του. Μεταφέρει τα κάστανα σε καλάθι ή τσάντα, τα ψήνει λίγα-λίγα σε φουφού[1] ή ξεχωριστή ή ενσωματωμένη στην τροχήλατη προθήκη του, αν έχει, αφού τα σκίσει πρώτα στο πλάι τους & τα πουλά κατευθείαν από εκεί ζεστά & φρεσκοψημένα. Επίσης, πολλοί καστανάδες εκτός από ψημένα κάστανα πουλάνε & ψημένο καλαμπόκι, το οποίο ετοιμάζουν με τον ίδιο τρόπο.

Παγιουμτζής-Μέσα στη βαρυχειμωνιά(Ο καστανάς)

Afthentikos42 (Ο καστανάς) Συνθέτης Σέμσης Έτος ηχογρ. 1940

You may also like

Γράψτε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

This website uses cookies to improve your experience. We'll assume you're ok with this, but you can opt-out if you wish. Accept Read More

Are you sure want to unlock this post?
Unlock left : 0
Are you sure want to cancel subscription?