Γιαννης, Ριτσος, «Εαρινη Συμφωνια» (αποσπασμα)
Ακου τα σήμαντρα των εξοχικών εκκλησιών. Φτάνουν από πολύ μακριά από πολύ βαθιά. Απ’ τα χείλη των παιδιών απ’ την άγνοια των χελιδονιών απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες των ταπεινών σπιτιών. Ακου τα σήμαντρα των εαρινών εκκλησιών. Είναι οι εκκλησίες που δε γνώρισαν τη σταύρωση και την ανάσταση. Γνώρισαν μόνο τις εικόνες του Δωδεκαετούς που ‘χε μια μάνα τρυφερή που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα της επερχόμενης Μαγδαληνής. Χριστέ μου τι θα ‘τανε η πορεία σου δίχως τη σμύρνα και το νάρδο στα σκονισμένα πόδια σου;».
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
Πού να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί σε ποιο νησί του ωκεανού σε πια κορφή ερημική. Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις ξέρω πως θα χεις την καρδιά τόσο καλή τόσο γλυκή που μες τα βρόχια της οργής ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις. Συ θα’χεις μάτια γαλανά θα ‘χεις κορμάκι τρυφερό θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό Από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης δεν είσαι συ για μάχητες δεν είσαι συ για το σταυρό εσύ νοικοκερόπουλο όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης Κι αν κάποτε τα φρένα σου το δίκιο φως της αστραπής κι αν η αλήθεια σου χτυπήσουνε παιδάκι μου να μην τα πεις Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής χίλιες φορές να γεννηθείς τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Στίχοι για το τραγούδι Οι πόνοι της Παναγιάς Ξυλούρης Νίκος του έτους 1980 σε στίχους Βάρναλης Κώστας και σύνθεση Θάνος Λουκάς από το album Σάλπισμα.
ΒΑΡΝΑΛΗ Κ.: «Η Μάνα του Χριστού
«Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι, ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες! Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει. Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα, των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν, κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα, να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα! Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου. Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις. Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου, δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου! Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη.. Δολερά ξεσηκώσανε τ’ άγνωμα πλήθη, κι όσο ο γήλιος να πέση και νά ‘ρθη το δείλι, το σταυρό σου καρφώσαν κι’ οχτροί σου και φίλοι. Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα σα ρωτήσανε: “Ποιος ο Χριστός;” τί ‘πες “Νά ‘με”! Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα! Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ’ έμαθ’ ακόμα!».
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ: «Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι»
«Στ’ Οσιου Λουκά το μοναστήρι, απ’ όσες γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν τον Επιτάφιο να στολίσουν, κι’ όσες, μοιρολογήτρες, ως με του Μεγάλου Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν, ποια να στοχάστη έτσι γλυκά θρηνούσαν! – πώς, κάτου απ’ τους ανθούς, τ’ ολόαχνο σμάλτο του πεθαμένου του Αδωνη ήταν σάρκα που πόνεσε βαθιά; Γιατί κι’ ο πόνο στα ρόδα μέσα, κι’ ο επιτάφιος θρήνος, κ’ οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν απ’ του ναού τη θύρα, αναφτερώναν το νου τους στης Ανάστασης το θάμα, και του Χριστού οι πληγές σαν ανεμώνες τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια, τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια, που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν! …
Κώστας Βάρναλης, [Ανάσταση]
«Άκου τον ξάστερο ουρανό, πώς οι καμπάνες σιούνε. Όπου καρδιά, χαρμόσυνες λαχτάρες απαντούνε. Ανάστασ’ είναι σήμερα. Παιδιά, γυναίκες, γέροι κόκκινο αυγό στην τσέπη τους, χρυσό κερί στο χέρι. Όσ’ άστρα ναι στον ουρανό, τόσα στον κάμπο κρίνα. Όλ’ έχουνε στην καθαρή ψυχήν Απρίλη μήνα. Της εκκλησιάς φουντώσανε δάφνη πολλήν οι στύλοι. Ειρήνη! Ειρήνη Φιληθήτε οχτροί μαζί και φίλοι.»
(απόσπασμα από το ποίημα «Γυναίκα», Κ. Βάρναλης, Ποιητικά, εκδ. Κέδρος)
Κωστης Παλαμας, «Γιορτες» (αποσπασμα) από τη συλλογή «Ασαλευτη Ζωη»
Η νύχτα των Παθών, αγία Παρασκευή μεγάλη, θυμάσαι; Οι κράχτες βροντεροί του δρόμου και χουγιάζουν «Ώρα, ώρα για την εκκλησιά!» Τα σήμαντρα σωπαίναν, μήπως ταράξουν του Ιησού τον ύπνο ολογυρμένου στων επιτάφιων τα χρυσά τα σάβανα που οι βιόλες χλωμές και τα τριαντάφυλλα τα κοκκινοπλουμίζαν. Θυμάσαι; Η νύχτα των Παθών μα και τ’ Απρίλη η νύχτα της χώρας όλα, νόμιζες, να βουβαθούν γυρεύαν θρήσκα και κατανυχτικά, τη σιγαλιά να κάμουν μια προσφορά ευλαβική προς του Κυρίου τα Πάθη. Και μοναχά δε σώπαινε στο περιβόλι μέσα με τη δικούλα του εκκλησιά, με τη λατρεία δική του, πιστός και ιερουργός Θεού ψηλότερου απ’ όλους, τ’ αηδόνι. Η νύχτα των Παθών, μα και τ’ Απρίλη η νύχτα. Διάπλατες πέρα οι εκκλησιές ολόφωτες και φτάναν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα στα σπίτια μας οι θρήνοι σεμνοί κι αντιθρηνούσανε στου χριστιανού τα χείλη: «Ζωή εν τάφω… Έαρ γλυκύ… Γλυκύτατόν μου τέκνον..» Μπρος στην πεζούλα του σπιτιού, της γειτονιάς μελίσσι κι εμείς, αγόρια αγίνωτα κι αστάλωτες παιδούλες, ο ύπνος δε μας έπαιρνε, προσμέναμε την ώρα της εκκλησιάς…
Στελιος Σπεραντζας, “Ανασταση”
H Aνάσταση. Kαι γέμισε χαρά, λουλούδισε η ψυχή μου σαν το κρίνο. Kι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά, ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω. Aνάσταση. Tα σήμαντρα χτυπούν. Kι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα. Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν’ αγαπούν όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν «Xριστός Aνέστη ετούτη την ημέρα».
Στελιος Σπεραντζας, “Η Λαμπρή”
Να ᾽την η Λαμπρή με τα λουλούδια κόψετε, παιδιά, την πασχαλιά κι όλα με χαρές και με τραγούδια τρέξετε ν᾽ αλλάξωμε φιλιά. Σήμαντρα γλυκά βαρούν ακόμα και μοσχοβολούν οι εκκλησιές μόσχος τα φιλιά στο κάθε στόμα τα φιλιά της άνοιξης δροσιές. Πάμε να στρωθούμε στο χορτάρι και τ᾽ αρνί μας ψήνεται σιγά. Και με της Ανάστασης τη χάρη φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾽ αυγά.