Με το ξέσπασμα του πολέμου του 1940, γυναίκες από τις πόλεις και τα χωριά της Ηπείρου άνοιξαν τα μπαούλα τους, ξήλωσαν τα προικιά τους, εκποίησαν τις βέρες τους, και έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους προκειμένου να βοηθήσουν τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο μέτωπο. Στην επαρχία, μαζί με τα παιδιά και τους ηλικιωμένους, αντικαθιστούσαν τους άνδρες στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές και, επειδή ακόμα και τα υποζύγια επιστρατεύτηκαν, ζώνονταν το αλέτρι, την αξίνα, το φόρτωμα.
Στην είσοδο του κάμπου των Ασπραγγέλων βρίσκεται το μνημείο της Ζαγορίσιας Γυναίκας της Πίνδου που είναι αφιερωμένο στη μνήμη των γυναικών του Ζαγορίου που με αυταπάρνηση συνέβαλαν τα μέγιστα για να αποκρουστεί η εισβολή των Ιταλικών δυνάμεων το φθινόπωρο του 1940. Το άγαλμα στήθηκε στη περιοχή τον Οκτώβριο του 1993. Είναι έργο του Θεσσαλού γλύπτη Γιώργου Καλακαλλά και το ύψος του φτάνει τα 6 μέτρα, ενώ το βάρος του είναι 1,7 τόνους.
Μεταξύ των πηχυαίων τίτλων στις εφημερίδες για τα κατορθώματα του ελληνικού στρατού, υπήρχαν και εκείνοι που εξήραν τη συμβολή των γυναικών της Ηπείρου, με φράσεις όπως «Η δράσις της Ελληνίδος εις την πρώτην γραμμήν», «Η εποποιία των γυναικών της Ηπείρου. Σε απρόσιτα βουνά μετέφερον τα κανόνια», «Γυναίκες της Ηπείρου εργαζόμεναι νυχθημερόν εις την εκκαθάρισιν των οδών από τα χιόνια».
Οι γυναίκες της Ηπείρου άνοιξαν τα σπίτια τους στους στρατιώτες, προσφέροντας τρόφιμα, κουβέρτες και ρούχα. Αγέλαστες και μαυροφορεμένες οι αγρότισσες των κακοτράχαλων βουνών, από την Κόνιτσα, το Ζαγόρι, το Πωγώνι, τη Φούρκα, τον Πεντάλοφο, τον Επτάλοφο, τη Βούρμπιανη σχημάτιζαν ατέλειωτες φάλαγγες, σκαρφαλώνοντας σε υψόμετρο 2.000 και 2.500 μέτρων, φορτωμένες πολεμοφόδια, όπλα και τρόφιμα στο ανέβασμα, και κουβαλώντας τραυματίες στο κατέβασμα. Όταν οι τραυματίες δεν τα κατάφερναν, εκτελούσαν και χρέη νεκροθάφτη.
Οι γυναίκες της Πίνδου στην πρώτη φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου, έφταναν εκεί που δεν έφτανε η επιμελητεία του στρατού λόγω του δύσβατου εδάφους. Εκτός των άλλων συμμετείχαν στη διάνοιξη και την επιδιόρθωση οδών, καθώς και στην κατασκευή τους. Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν οι γεφυροποιοί του Μηχανικού αδυνατούσαν να ζεύξουν σε ένα σημείο τον ποταμό Βογιούσα λόγω του ορμητικού ρεύματος των νερών του, μια ομάδα γυναικών της Πίνδου μπήκαν οι ίδιες μέσα στο νερό και πιάστηκαν σφιχτά από τον ώμο, ώστε να δημιουργήσουν ένα ανθρώπινο ανάχωμα που θα ανέκοπτε την ορμή του ποταμού.
Για όλες αυτές τις γυναίκες ο Νικηφόρος Βρεττάκος έγραφε: «Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν. Με την ευκή στον ώμο τους κατά το γιό πηγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε, μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη».
Μαρτυρίες
Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια…
(Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982)
Οι τελευταίες «Γυναίκες της Πίνδου»
Στο χωριό Πεντάλοφος Κοζάνης η Αρετή Βούγια και η Χρυσούλα Κοκκαλιάρη-Αργυροπούλου είναι οι δυο τελευταίες «Γυναίκες της Πίνδου», που στον πόλεμο του 1940 μετέφεραν όπλα, προμήθειες και τραυματίες για τον ελληνικό στρατό. Η Βάγια, μια νέα κοπέλα του χωριού, μεγάλωσε με αυτές τις ιστορίες.
7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ’ ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!
(Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982)
Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!
(Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982)
πηγή: http://artinews.gr/
Αν θέλετε μπορείτε να διαβάσετε και το επόμενο άρθρο: